- τειχοποιοί
- τειχοποιόςbuilder of wallsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЭПИСТАТЫ — • Έπιστάται τω̃ν δημοσίων εργων, афинские чиновники, заведовавшие общественными работами, напр., постройками и т. п.; они набирались по поручению народа из отдельных фил. К ним принадлежат, напр., τειχοποιοί, ταφροποιοί,… … Реальный словарь классических древностей
τειχοποιός — ο, ΝΜΑ, και τειχοπόης Α αυτός που χτίζει τείχη αρχ. στον πληθ. οἱ τειχοποιοί οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση τών τειχών άρχοντες τής πόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + ποιός*] … Dictionary of Greek